ὑποτρέφειν

ὑποτρέφειν
ὑποτρέφω
rear
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποτρέφω — Α [τρέφω] 1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ. β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.) 2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.) 3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”